Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσήριδος — δύσηρις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσηριν — δύσηρις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσερις — και δύσηρις, ι (Α) 1. φίλερις, φιλόνικος 2. αυτός που προκαλεί φιλονικία … Dictionary of Greek